Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΦΥΛΩΝ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΗΣΗ ΣΧΕΣΗΣ ΤΟΥΣ ΜΕ ΑΙΓΑΙΑΚΑ ΦΥΛΑ



Ο  τρόπος  αναφοράς  ορισμένων  από τις   φυλές  του  Ισραήλ στα κείμενα της Βίβλου    σε   συνδυασμό με  τις ευρύτερες  φιλολογικές(κυρίως) και αρχαιολογικές  μαρτυρίες περί αυτών  έχει  προβληματίσει  αρκετά  την  διεθνή επιστημονική κοινότητα  σχετικά με το κατά  πόσον  αυτές  οι φυλές ήσαν  αμιγώς  Εβραϊκές  ή ακόμα και Σημιτικές.

Θα επιχειρήσω  σ’αυτό το άρθρο να κάνω μία παράθεση εκείνων  των στοιχείων που δείχνουν να ισχυροποιούν την άποψη ότι αυτές οι φυλές δεν φαίνονται να αποτελούν ένα αυθεντικά Εβραϊκό σύνολο συμβατό με το γνήσια Σημιτικό προφίλ που φαίνονται να μοιράζονται οι υπόλοιπες φυλές του Ισραήλ.

Οι δώδεκα γιοι  του  Ιακώβ (του επονομαζόμενου  και Ισραήλ ,όνομα που δόθηκε από τότε σε  ολόκληρη την  αντίστοιχη εθνότητα) από τους οποίους  έλκουν την καταγωγή τους αλλά και τα ονόματά τους  οι δώδεκα  φυλές  του Ισραήλ  ήσαν οι Ιωσήφ, Ιούδας, Ισάχαρ,  Ζεμπούλουν,  Ρεουβήν, Ναφθάλι, Συμεών, Λεβί, Δαν, Άσερ, Γαδ και Βενιαμίν. Απ’αυτούς  οι έξι και συγκεκριμένα οι Ισάχαρ, Ζέμπουλουν, Ναφθάλι, Δαν, Άσερ και Γαδ  παρουσιάζουν στοιχεία από πλευράς  ηθών, εθίμων,  δραστηριοτήτων, αντικειμένων  καθημερινής χρήσης, ακόμα και λατρευτικών τάσεων, τα οποία συνθέτουν μία πολιτισμικά υβριδική εικόνα η οποία  δεν παραπέμπει στο αμιγώς  Ισραηλιτικό   προφίλ των υπόλοιπων  έξι φυλών και τους προσδίδει τουλάχιστον  κάποια Χαναανικά στοιχεία  και κατά δεύτερο λόγο , στην περίπτωση ορισμένων με πιο χαρακτηριστική εκείνη του Δαν, κάποια επίφαση, ίσως και συγγένεια , Αιγαιακής  πολιτιστικής ταυτότητας.

Στο παρόν άρθρο θ’ασχοληθώ σχεδόν αποκλειστικά με την φυλή του Δαν που εξαιτίας του ονόματός της που παραπέμπει στους Δαναούς παρουσιάζει για εμάς τους Έλληνες και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ας  σημειωθεί ότι ούτως ή άλλως η περίπτωση της συγκεκριμένης φυλής  είναι και η πιο ενδιαφέρουσα για την διεθνή επιστημονική κοινότητα μια και είναι η κατ’εξοχήν φυλή με τα  περισσότερα στοιχεία  μίας  μη αμιγώς Ισραηλιτικής ομάδας. Θα  ήταν φυσικά τουλάχιστον αφελές να  ισχυρισθεί κάποιος ότι υπήρξε  πολιτισμική ή  εθνολογική συγγένεια μεταξύ των Ομηρικών Δαναών και της φυλής του Δαν , στηριζόμενος  μόνο στην ακουστική ομοιότητα των ονομάτων τους. Υπάρχουν ωστόσο  αρκετές άλλες ενδείξεις που  δεν  αποκλείουν  μία τέτοια πιθανότητα.

Κατ’αρχήν  στο κείμενο της ευλογίας του Ιακώβ  προς τους δώδεκα  γιούς  του ( Γένεσις  49 ), λίγο πριν πεθάνει στην Αίγυπτο  όπου είχαν  πάει και εγκατασταθεί  οι Ισραηλίτες, χάρις κυρίως στη μεσολάβηση του Ιωσήφ στον Φαραώ,  λόγω του λιμού που έπληττε τη Χαναάν,  ο Ιακώβ λέει στον Δαν όταν τον ευλογεί ότι  πρέπει να κρίνει το λαό του «σαν να ήταν μία από τις φυλές του Ισραήλ» (Γένεσις  49, 16). Είναι ο μόνος γιος στον οποίο απευθύνεται  μ’ αυτό  τον τρόπο ο Ιακώβ. Γιατί του το λέει αυτό; Είναι σαν να  εννοεί ότι η φυλή του Δαν δεν  είναι  καθαρά Εβραϊκή  και ότι καταχρηστικά της  παρέχεται το δικαίωμα της συμμετοχής στη συμφωνία που συνήψαν οι Ισραηλίτες Πατριάρχες με τον Θεό και κατά συνέπεια τα εξ αυτής απορρέοντα προνόμια , όπως η  ευλογία που δίνεται από τον Ιακώβ στους γιους του και τους απογόνους τους. Στον ύμνο της Ντέμπορα , μίας από τις σημαντικώτερες κριτές των Ισραηλιτών , όπου περιγράφεται με πομπώδη, ποιητικό και  πανηγυρικό τρόπο η μεγάλη νίκη των Ισραηλιτών κατά των  Χαναναίων του Σίσερα ,στρατηγού του βασιλιά Τζαμπίν , γίνεται αναφορά στο βαθμό ετοιμότητας και προθυμίας κάθε μίας φυλής του Ισραήλ χωριστά, να πολεμήσει έναντίον των ενιακοσίων σιδερόφραχτων  αρμάτων των Χαναναίων. 

Για τη φυλή του Δαν λέγεται ότι δεν επέδειξε καμία προθυμία να συμμετάχει στο  κάλεσμα για πόλεμο εναντίον των Χαναναίων, μένοντας στα πλοία της (Κριτές 5, 17). Το αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι  αποδίδεται  στη φυλή του Δαν  το στοιχείο της ενασχόλησης με  πλοία , ενώ είναι γενικά αποδεκτό ότι όλες οι φυλές του Ισραήλ ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως εξάλλου  δηλώνει ο Ιωσήφ όταν συμβουλεύει τ’ αδέλφια του για το τι θα πουν στον Φαραώ για να τους επιτραπεί να εγκατασταθούν στην περιοχή του Γκόσεν  στην Αίγυπτο  λόγω του μεγάλου λιμού στη Χαναάν (Γένεσις  46, 32-34 ) και όπως φαίνεται από την δήλωση των αδελφών του στον Φαραώ στη  συνέχεια του κειμένου (Γένεσις 47,  3-6). Ας σημειωθεί ότι κάτι  σχετικό αναφέρεται και για τη φυλή του Άσερ,  επικρίνονται δηλαδή και αυτοί για την απροθυμία τους  ν’ανταποκριθούν  στο  πανεθνικό  κάλεσμα για την κρίσιμη μάχη και για το ότι προτίμησαν να  παραμείνουν  στις  παράκτιες  περιοχές (όπου προφανώς  ήταν εκείνες  όπου ζούσαν ή  σύχναζαν) ,κάτι που επίσης είναι παράξενο για τους παραπάνω αναφερόμενους λόγους (αυτόθι)..Παρεπιμπτόντως  αυτές οι δύο φυλές  οι οποίες ανήκουν στο γκρουπ εκείνων που δεν φαίνονται αμιγώς Ισραηλιτικές, είναι και οι μόνες στον  ύμνο της Ντέμπορα που συνδέονται  με το υγρό  στοιχείο και κατ’επέκταση με τις  αλιευτικές και ναυτιλιακές δραστηριότητες.

Υπάρχουν όμως και άλλες παράξενες αναφορές στους Δανίτες  στην Παλαιά  Διαθήκη, όπως  ότι  εμφανίζονται  να  αλλάζουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις , κάτι το αδιανόητο  και  κυριολεκτικά  το έσχατο αμάρτημα για τους Ισραηλίτες.  Παρουσιάζονται  να  λατρεύουν   είδωλα από σκαλισμένο ξύλο και  χυτοσίδηρο  και να χρησιμοποιούν  Λευίτες ιερείς από τη φυλή του Ιούδα ενώ  το έθιμο για όλες τους Ισραηλίτες ήταν   να επιλέγουν  ιερείς μόνο  από τη φυλή στην οποία ανήκαν (Κριτές  18). Εντύπωση ακόμα προξενεί  ότι  οι  Δανίτες  δεν έχουν δική τους γη για να ζήσουν, σύμφωνα με το κείμενο που αναφέρει τις  παραπάνω ανορθόδοξες συνήθειές τους. Ο λόγος ήταν ότι δεν τους είχε δοθεί , όλως περιέργως,  κάποια περιοχή,  σαν κληροδότημα,  ώστε να μπορούν να την κατοικήσουν, κάτι που κάνει  τον ερευνητή ν’αναρωτιέται  μήπως οι Ισραηλίτες δεν τους θεωρούσαν αμιγώς δικούς τους .Αναγκάζονται έτσι να μεταναστεύσουν προς βορρά και τελικά εγκαθίστανται στην  πόλη της Λάις στη βόρεια Χαναάν,  βόρεια της πόλης Χαζόρ, που κατοικούνταν από φιλήσυχους ανθρώπους. 

Οι  Δανίτες  τελικά  κατέκτησαν την πόλη και την ξανάκτισαν, μετονομάζοντάς την σε  Δαν προς τιμήν του γενάρχη τους και γιου του Ιακώβ. ΄Με δεδομένο ότι  η πόλη της Λάις  ήταν σύμμαχος με τη Φοινικική πόλη της Σιδώνος (  τον τρόπο ζωής των κατοίκων της οποίας μάλιστα οι κάτοικοι της Λάις  εμιμούντο , σύμφωνα με το σχετικό  κείμενο των  Κριτών  18,  7 )  την οποία  κατέκτησε η υπό την  Ασσυριακή  κυριαρχία του Τιγκλάθ  Πιλέζερ του 1ου  πόλη της Άσκαλον  το 1100 περίπου π.Χ.,  συμπεραίνουμε ότι η κατάληψή της Λάις από τους Δανίτες  θα πρέπει να έγινε  κατά την διάρκεια του 12αι π.Χ.,  αφού  οι  πανίσχυρη τότε Ασσυριακή αυτοκρατορία είχε καταλάβει  και  όλες τις συμμαχικές με την Σιδώνα πόλεις, άρα και την Λάις.  Οι  Δανίτες  αργότερα κατά τον 11ο αιώνα  εξαπλώθηκαν και σε νότιες περιοχές της σημερινής  Παλαιστίνης , και συγκεκριμένα στην περιοχή της σημερινής Γιάφας στο Ισραήλ,  πολύ κοντά στην οποία βρίσκεται η αρχαία Ισραηλιτική πόλη  Τελ Κασιλέ  η οποία είναι μεταξύ  των τοποθεσιών όπου έχει βρεθεί η λεγόμενη «Φιλισταϊκή κεραμεική» , ένας τύπος κεραμεικής  που  είναι , σε μεγάλο βαθμό μία παραλλαγή του λεγόμενου ΥΕ ΙΙΙ Γι β  τύπου της Μυκηναϊκής κεραμεικής . Η κεραμεική αυτή  έχει βρεθεί σ’όσες  τοποθεσίες  έχουν συνδεθεί μ’εγκατάσταση των Βιβλικών  Φιλισταίων  αλλά και  σε μερικές ακόμα τοποθεσίες όπως και η προαναφερθείσα Λάις  που είναι και η βορειότερη τοποθεσία όπου έχει ανακαλυφθεί αυτός ο τύπος κεραμεικής.

Σ’αυτό το σημείο  πρέπει να γίνει αναφορά  στην  πολυσυζητημένη ομάδα των Λαών της  Θάλασσας , δηλαδή  σ’εκείνους τους επιδρομείς- μετανάστες λαούς που  επιχειρούν να εισβάλλουν στην Αίγυπτο  δύο φορές , σύμφωνα με τα Αιγυπτιακά αρχεία των Φαραώ Μερνεπτά και Ραμσή  ΙΙΙ , κατά τα τέλη του 13ου αι .  και τις αρχές του 12αι. αντίστοιχα. Στην πρώτη περίπτωση,  ο Μερνεπτά φέρεται κατά το 5ο έτος της βασιλείας του (1220 π.Χ.) και σύμφωνα με την αναθηματική  στήλη της νίκης του που έχει βρεθεί στις Θήβες καθώς και ένα αντίγραφό της στο ναό του  Καρνάκ και ένα παρόμοιο κείμενο σε στήλη στη Μέμφιδα, να νικά ένα συνασπισμό που αποτελείται από Λίβυους και από τους συμμάχους τους που είναι  οι Λούκα,  οι Σερντέν, οι Εκουές, οι Τερές  και οι Σεκελές. Οι  Εκουές  που είναι οι μόνοι που αναφέρονται σαν «Λαός της Θάλασσας» δύο φορές (Καρνάκ και Θήβες) έχουν συσχετισθεί με τους Ομηρικούς Αχαιούς και τους Αχιγιάουα των Χιττιτικών  αρχείων. Οι Λούκα έχουν θεωρηθεί   πρόγονοι των  Λυκίων  των ιστορικών κειμένων, αφού  και οι δύο φαίνεται να κατοίκησαν τα  Ν.Δ. παράλια  της Ανατολίας (Μ.Ασίας), και πιθανώτατα την παρακείμενη Καρία, ενώ οι Τερές  φαίνεται ότι  κατοίκησαν  βόρεια αυτής της περιοχής της Ανατολίας, τους συσχετίζουμε δε με τους Τυρρηνούς πειρατές που κι αυτοί χρησιμοποιούσαν την ίδια περιοχή σαν  ορμητήριο  για τις επιδρομές τους . 

ΟΙ  Σερντέν  που, όπως και οι Σεκελές , αναφέρονται σαν  «βόρειοι λαοί που έρχονται από τις χώρες της θάλασσας» στην μεγάλη επιγραφή του Καρνάκ,  παρουσιάζονται ως σύμμαχοι των Αιγυπτίων  σ’άλλες περιστάσεις , όπως στην μάχη του Καντές στη βόρεια Συρία  που οι τελευταίοι  έδωσαν εναντίον των Χιττιτών το 1286/5 π.Χ.  αλλ’αυτό δεν πρέπει να ξενίζει αφού οι Σερντέν   ήσαν μισθοφόροι και συντάσσονταν μ’όποιον τους πλήρωνε καλύτερα. Οι Σερντέν έχουν  θεωρηθεί πρόδρομοι των ιστορικών κατοίκων της Σαρδηνίας , έχουν όμως  επίσης συσχετισθεί και με την Ισραηλιτική φυλή του Άσερ  κυρίως ( αλλά και του Δαν) , στη  βάση του σκεπτικού ότι μετά την ήττα τους από τον Ραμσή τον 3ο κατά τη δεύτερη εκστρατεία τους εναντίον της Αιγύπτου  (1186π.Χ.) εγκαταστάθηκαν από τους Αιγυπτίους σαν τοποτηρητικά στρατεύματα σε περιοχές της Χαναάν όπου επίσης βρίσκουμε την φυλή του Άσερ,  κάτι που έδωσε λαβή στο σκεπτικό ότι  απ’αυτούς τους τέως επιδρομείς προήλθε η φυλή του Άσερ , ενδεχομένως δε και αυτή του Δαν (Σερντέν = Άσερ+ Δαν). Τέλος οι Σεκελές  πιθανολογούνται ως οι πρόδρομοι των Σικελών της Ν. Ιταλίας και Σικελίας.  Είναι  ιδιαιτέρως ενδιαφέρον το ότι η Έξοδος των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο φαίνεται ότι  είχε ήδη γίνει  όχι πολύ πριν  το  1220 , δηλαδή τη χρονιά κατά την οποία  λαβαίνει χώρα αυτή  η επδρομή των «βορείων  επιδρομέων» κατά των Αιγυπτίων, αφού η  στήλη που βρέθηκε στις  Θήβες και  περιγράφει τη νίκη του Μερνεπτά (βλ. πιο πάνω)  είναι αυτό  η πρωτογενής πηγή που κάνει την πρώτη χρονικά  μνεία του  Ισραήλ  σαν εθνότητα που κατοικεί την Χαναάν.

Ένα ακόμα μεγαλύτερο κύμα «Λαών της Θάλασσας» απειλεί την Αίγυπτο τον  8ο χρόνο της βασιλεία του Ραμσή του 3ου ( περίπου 1186 π.Χ.)  και αυτή τη φορά ο συνασπισμός τους αναφέρεται στις επιγραφές του ναού του Μεντινέτ Χαμπού στις Θήβες καθώς και στον λεγόμενο πάπυρο Χάρις  ότι αποτελείται από τους  Πελεσέτ,  τους Ντζεκέρ, τους Σεκελές , τους Ντενυέν  και τους Γουεσές (ο πάπυρος Χάρις προσθέτει και τους Σερντέν). Και σ’αυτήν την περίπτωση οι Αιγύπτιοι είναι οι  νικητές , εγκαθιστούν δε τους ηττημένους «Λαούς της Θάλασσας» σαν μισθοφορικά -τοποτηρητικά στρατεύματα στη Ν. Παλαιστίνη , ουσιαστικά για ν’αποτρέπουν  τυχόν επιδρομές  επίδοξων εισβολέων από την περιοχή αυτή εναντίον της Αιγύπτου. 

 Η πιο ενδιαφέρουσα φυλή απ'τους Λαούς της Θάλασσας  και των δύο επιδρομών είναι οι  Πελεσέτ που έχουν ταυτισθεί με τους βιβλικούς Φιλισταίους,, ένας λαός που παρουσιάζει  πολλές και έντονες  Κρητομυκηναϊκές διασυνδέσεις , τις περισσότερες από οιονδήποτε άλλον "Λαό της Θάλασσας". Οι  Πελεσέτ-Φιλισταίοι  φέρονται να έχουν  ξεκινήσει από τα" νησια στο κέντρο της θάλασσας"(Μεντινέτ Χαμπού, πάπυρος Χάρις), κάτι που αναπόφευκτα φέρνει στο μυαλό μας την Κρήτη,  απεικονίζονται σαν δεινοί θαλασσοπόροι  και  θαλασσομάχοι , τα πλοία τους  θυμίζουν  αυτά που απεικονίζονται στις  τοιχογραφίες της  Θήρας  του 16αι π.Χ., ο οπλισμός τους μοιάζει  έντονα μ'εκείνον των Ομηρικών ηρώων,  στα  κείμενα της Π.Διαθήκης (Κριτές, Βασιλείς, Σαμουήλ, Ψαλμοί) αναφέρονται σαν Κερεθίτες,  Κερέθιμ  ή  Καφτόριμ , κάτι  που παραπέμπει άμεσα στη φυλετική ονομασία Κρήτες, η  γενέτειρά τους σαν Κάφτορ(ο εξεβραϊσμένος τύπος του  Κεφτιού  , του ονόματος που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι για την  Κρήτη) , μεγάλο μέρος δε της κεραμεικής τους φαίνεται να προέρχεται από εκείνη την παραλλαγή του  Μυκηναϊκού  τύπου  κεραμεικής  ΥΕΙΙΙΓιβ  που ήκμασε στην Κύπρο από το 1250 έως το 1130, που παρεπιμπτόντως είναι  σε αδρές γραμμές  η περίοδος των επιδρομών των "Λαών της Θάλασσας"(μεταξύ των οποίων ήσαν και οι Φιλισταίοι) . 

Με δεδομένο ότι  η  Έξοδος των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο πρέπει να έγινε όχι πολύ πριν το το 1220 ( στήλες σε Θήβες και Καρνάκ, κοίτα πιο πάνω), δηλαδή λίγο πριν την πρώτη επιδρομή των Λαών της Θάλασσας εναντίον της Αιγύπτου του Μερνεπτά , και  ότι  οι  Φιλισταίοι τοποθετήθηκαν, μαζί με τους άλλους Λαούς της Θάλασσας , από τους Αιγύπτιους  στη Ν. Παλαιστίνη σαν τοποτηρητικά στρατεύματα (Μεντινέτ Χαμπού, Πάπυρος  Χάρις) αμέσως μετά την  ήττα τους, το 1186 , από τον Φαραώ Ραμσή τον 3ο , μπορούμε λογικά να υποθέσουμε ότι οι Ισραηλίτες ήσαν ήδη στη Χαναάν, όταν  οι  Φιλισταίοι εγκατεστάθηκααν εκεί γύρω στο 1186-1180. Το ερώτημα  "γιατί  οι Φιλισταίοι, αφ'ης στιγμής συνδέονται στις Βιβλικές πηγές με τους Κρήτες(Μινωίτες),  δεν αναφέρονται από τις Αιγυπτιακές πηγές  με το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι για ν'αναφέρονται στους Μινωίτες, δηλαδή με το "Κεφτιού"(κάτι που το ξέρουμε από τις  παραστάσεις και τις επιγραφές  στους τάφους των Αιγυπτίνων αξιωματούχων  Ουζέρ Αμέν και Μενκεπερεσέμπ  κατά τη διάρκεια της βασιλείας των Χατσεπσούτ και Τούθμωση του 3ου) ή μ'ένα άλλο όνομα πιο  οικείο στη  διεθνή  βιβλιογραφία  σχετικά με τα φύλα του  Αιγαίου χώρου στην εποχή του Χαλκού (όπως π.χ. με το όνομα Εκουές ή Ντενυέν που παραπέμπουν σε Αχαιούς και Δαναούς και τα χρησιμοποιούν οι Αιγύπτιοι για κάποιους απ'τους Λαούς της Θάλασσας) μπορεί ίσως ν'απαντηθεί από το ότι οι Πελεσέτ-Φιλισταίοι ενδέχεται ν'αποτελούσαν  ένα όχι  ομοιογενές , αυθεντικά Μινωικής ή Μυκηναϊκής καταγωγής  σύνολο , αλλά μία υβριδική , μεικτής σύνθεσης ομάδα, συναποτελούμενη και από τιις δύο αυτές  ή και περισσότερες εθνότητες , κάτι που πιθανώτατα μπέρδεψε τους Αιγύπτιους γραφείς που επινόησαν μία καινούργια ονομασία γι'αυτό το σύνολο. 

Ενδέχεται όπως  θα δούμε οι  Πελεσέτ -Φιλισταίοι , όταν εγκατεστάθηκαν στην Παλαιστίνη, να διεσπάσθηκαν σύντομα   και ένα τμήμα τους να  συμμάχησε και συγχρωτίσθηκε με εγχώριες φυλετικές ομάδες τις οποίες θεώρησε  ότι  φέρουν κοινά μ'αυτούς πολιτιστικά και ίσως και φυλογενεικά στοιχεία,  αφήνοντας την  εναπομείνασα  Φιλισταϊκή  ομάδα ν'αποτελείται μόνο από το Μινωικής προέλευσης τμήμα, κάτι που φαίνεται να επιρρωννύεται από  το γεγονός της αναφοράς των σχετικών χωρίων της Βίβλου στους Φιλισταίους ως "καταλοίπων της γης της  Κάφτορ (Κρήτης)" ή ως "Κερέθιμ/Κερεθιτών/ Καφτόριμ (Κρητών) και όχι με  όνομα δηλωτικό κάποιας άλλης εθνότητας. Για να διερευνήσουμε αυτή την πιθανότητα χρειάζεται να καταφύγουμε στη εξέταση της ταυτότητας των Ντενυέν/Ντανούνα  στα Αιγυπτιακά κείμενα της Αμάρνα  και των  Λουβικής διαλέκτου κειμένων του Καρατεπέ στη ΝΑ  Ανατολία.

Οι Ντενυέν, ένας Λαός της Θάλασσας, που όπως είπαμε πιο πάνω, ήταν μέρος των συνασπισμένων εισβολέων που απείλησαν την Αίγυπτο το 1186 π.Χ.,  ήσαν γνωστοί στους Αιγύπτιους από τα αρχεία της βασιλικής αλληλογραφίας της Αμάρνα τον 14ο αι.π.Χ , όπου η γη των  Ντανούνα αναφέρεται  πριν το βασίλειο της Ούγκαριτ,  του Καντές και της Αμούρου σε μια λίστα περιοχών που εκτείνεται από βορά προς νότο, άρα θα πρέπει να ήταν βόρεια της Ούγκαριτ και του ποταμού Ορόντη. Με δεδομένο ότι στις εκστρατείες του Χιττίτη βασιλιά Σουπιλουλιούμα του 1ου στη  Β..Συρία (1373-1335) οι πόλεις Αλέπο και Καρκέμις  "τοποθετούνται" στη Β.Α. Συρία , η Αλαλάχ  και η Ούγκαριτ στη  Β.Δ.  και η Κιζουάτνα (Κιλικία) στο κατ'εξοχήν Βόρειο κομάτι της, συμπεραίνει κανείς ότι μόνη περιοχή που μένει για να ταυτοποιηθεί με την "γη  των Ντανούνα " είναι η περιοχή των Χατάι  στη βόρειο Συρία , νότια των σημερινών Αδάνων και του Σιντζιρλί στη σημερινή Τουρκία, αλλά βόρεια των βορειοσυριακών πόλεων Ούγκαριτ, Αλαλάχ  και Αλέπο.

Η μεγάλη επιγραφή σε Λουβική διάλεκτο που έχει βρεθεί στο Καρατεπέ , μία πόλη  στις όχθες  του ποταμού Σεϋχάν , βόρεια των Αδάνων στη σημερινή  Νότια Τουρκία, μας πληροφορεί  ότι τον  8ο αι π.Χ.  υπήρχε  εκεί "το βασίλειο των Ντανούνα/Ντενενιίμ" με πρωτεύουσα τα Άδανα και  με την περιοχή του Καρατεπέ στη σφαίρα επιρροής της, με συμμάχους του το βασίλειο της Κιλικίας και τα νεοχιττιτικά  βασίλεια των Καρκέμις και Σιντζιρλί με τα οποία μοιράζονταν τη  Λουβική διάλεκτο αλλά και την Χιττιτική  Ιερογλυφική γραφή. Η επιγραφή αυτή μας  πληροφορεί  ότι ο ηγεμόνας του Καρατεπέ, κατά τον 8ο αι. Ασιταγουάντας  ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος του Μόψου , Έλληνα ήρωα που στις Ελληνικές μυθογραφικές πηγές αναφέρεται σαν ηγεμόνας της Κολοφώνος η οποία έχει σαφείς Μυκηναϊκές διασυνδέσεις (Μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους). Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι ο Μόψος και οι υπήκοοί του ενώθηκαν με μια ομάδα Ελλήνων που επέστρεφαν από την Τροία  και διασχίζοντας προς νότο  την Ανατολία και συγκεκριμένα μέσω της Παμφυλίας , ίδρυσε πόλεις στις περιοχές τησ Φασέλιδος, της Ασπένδιος και της Κιλικίας , μέχρι που έφτασε, σύμφωνα με τον Λύκιο ιστορικό Ξάνθο, στην πόλη της Άσκαλον στην Παλαιστίνη , όπου και πέθανε. Ας σημειωθεί ότι  η Άσκαλον ήταν μία από τις πόλεις που συνιστούσαν την λεγόμενη Φιλισταϊκή Πεντάπολη (Γάζα, Ασντόντ, Άσκαλον, Εκρόν και Γκαθ).

Έχοντας λοιπόν υπ'όψη όλα τα παραπάνω και βάζοντας προσεκτικά στη σωστή θέση τα κομάτια του  παζλ που συνιστά  την  ιστορική ακολουθία των γεγονότων της ταραγμένης εικόνας των 13ου και αρχών του 12αι π.Χ. στην Ανατολία , Συροφοινικική  ακτή  , Παλαιστίνη  και Αίγυπτο, θα μπορούσαμε να κάνουμε τους παρακάτω ισχυρισμούς : φαίνεται ότι στην περίπτωση του Μόψου και όσων των ακολούθησαν στην προς νότο πορεία του από την Ανατολία, "κρύβεται" μία μεταναστευτική  μετακίνηση  κάποιων Ινδοευρωπαϊκών ,πιθανώτατα Μυκηναϊκών φύλων (όπως μας δείχνει η πληροφορία ότι ήσαν Ελληνικής καταγωγής στοιχεία που επέστρεφαν από την Τροία μετά την άλωσή της, αλλά  και η περίπτωση του ίδιου του  Ελληνικής καταγωγής Μόψου που τ'ακολούθησε) τα οποία , αναζητώντας πιθανώτατα πρόσφορη γη για εγκατάσταση ,  ακολούθησαν μία προς νότο πορεία ,εγκαθιστάμενοι , ίσως πειραματικά , στην προσπάθεια να βρουν αυτό που τους ταίριαζε, σε διάφορες περιοχές (Φασέλις , Ασπένδιος, Κιλικία), όχι πάντα ειρηνικά αλλά αφού πρώτα
σε κάποιες περιπτώσεις θα προηγήθηκε πολεμική σύρραξη, μέχρις ότου φθάσανε στην Παλαιστίνη  όπου και εγκαταστάθηκαν στη Άσκαλον. 

Με δεδομένο ότι ο Τρωικός πόλεμος πρέπει να έγινε γύρω στο 1250-1230,  και  ότι τέτοιου είδους επιστροφές μετά από πολέμους μπορούσαν να διαρκέσουν κάποια χρόνια( όπως μας δείχνει η Οδύσσεια),  η όλη δράση των ομάδων που ακολούθησαν τον Μόψο φαίνεται να είναι σύγχρονη περίπου μ'εκείνη  του πρώτου κύματος των Λαών της Θάλασσας  επί εποχής Μερνεπτά (1220) στο οποίο μάλιστα πιθανώτατα συμπεριλαμβάνονταν Μυκηναϊκά στοιχεία , όπως δείχνει η περίπτωση των Εκουές (Αχαιοί ίσως). Τα φύλα που μετακινήθηκαν μέσω Παμφυλίας και Κιλικίας προς Παλαιστίνη , επιστρέφοντας από την Τροία, και με τα οποία ενώθηκε ο Μόψος, μπορεί κάλλιστα να είναι μεταξύ αυτών των πρώτων Λαών της Θάλασσας, που μετά την αποτυχία τους να εισβάλλουν στην Αίγυπτο , εγκαταστάθηκαν, εν μέρει τουλάχιστον, στην Παλαιστίνη. 

Η Έξοδος των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο δεν αναφέρεται στα Αιγυπτιακά αρχεία πριν το 1220 οπότε γίνεται και η πρώτη μνεία της μαζικής παρουσίας των Ισραηλιτών στην Χαναάν από τα αρχεία του Μερνεπτά σε Θήβες και Καρνάκ, άρα η Έξοδος πρέπει να έγινε λίγο μετά τον Τρωικό πόλεμο και περίπου τον ίδιο καιρό με τις επιδρομές των πρώτων Λαών της Θάλασσας. Συνεπώς   οι Ισραηλίτες φθάνουν από την Αίγυπτο στην Παλαιστίνη τον ίδιο περίπου καιρό που καταλήγουν εκεί τα Μυκηναϊκά φύλα (ίσως οι πρώτοι Λαοί της  Θάλασσας) ερχόμενα, όπως είπαμε πιο πάνω, από την Τροία, μαζί με την επίσης Μυκηναϊκής προέλευσης ομάδα του Μόψου. Είναι πολύ πιθανό τα Μυκηναϊκά αυτά στοιχεία να συγχρωτίσθηκαν  με τους Ισραηλίτες και ν'απορροφήθηκαν απ'αυτούς, όντας λιγότερα, όπως είναι φυσικό, σε αριθμό αλλά και βρίσκοντας εαυτούς σε περισσότερο ανοίκειο  περιβάλλον απ΄ότι οι Ισραηλίτες που είχαν ήδη , επί εποχής των πρώτων Πατριαρχών τους , κατοικήσει την Χαναάν. Απ'αυτόν τον συγχρωτισμό πιθανώτατα προήλθε η μη γνήσια Ισραηλιτική φυλή του Δαν, που ίσως ονομάστηκε έτσι εξ αιτίας του κυρίαρχου φυλετικά στοιχείου που υπήρχε στις ομάδες που ,έχοντας  έρθει από Ανατολία (Τροία, Παμφυλία, Κιλικία), τελικά απορροφήθηκαν από τους  Ισραηλίτες οι οποίοι , ίσως για λόγους εθνικού γοήτρου , έσπευσαν να παρουσιάσουν την τόσο όψιμα  δημιουργηθείσα και ενταγθείσα σ'αυτούς  φυλή του Δαν , σαν  μία από εκείνες που είχαν εξ αρχής  συσταθεί και ευλογηθεί από τον Ιακώβ, μη ξεχνώντας πάντως να κάνουν τις έμμεσες πλην σαφείς αιχμές τους για την μη αυθεντικότητά της (ευλογία του Ιακώβ,  κάλεσμα όλων των φυλών από την Ντέμπορα).   

Όταν μετά την δεύτερη επιδρομή των Λαών της Θάλασσας, οι Πελεσέτ/Φιλισταίοι εγκατεστάθηκαν στην Παλαιστίνη σαν τοποτηρητικά στρατεύματα από τον Ραμσή τον 3ο (βλέπε πιο πάνω), πιθανώτατα εκείνο το κομάτι τους που είχε Μυκηναϊκή, και όχι Μινωική προέλευση,   προσχώρησε επίσης στη φυλή του Δαν , δηλαδή στους Ισραηλίτες, διαπιστώνοντας ότι η συγκεκριμένη φυλή  είχε την ίδια εθνολογική καταγωγή μ'αυτούς αλλά και εκτιμώντας ότι είχε λίγες  πιθανότητες να κατισχύσει των πολυπληθέστερων Ισραηλιτών , σ'ένα μάλιστα άγνωστο και εχθρικό γι'αυτούς περιβάλλον. Έτσι οι Φιλισταίοι θα κατέληξαν ν'αποτελούνται μόνο από το Μινωικό στοιχείο , κάτι που φαίνεται από το ότι  στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρονται σαφώς σαν "Κρήτες"(Κερεθίτες, Καφτόριμ) , κάτι που θα είχαν κάνει και οι Αιγύπτιοι , αλλά που δεν έκαναν αφού , σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, το αρχικό κύμα των Πελεσέτ/Φιλισταίων είχε μεικτή φυλετική σύνθεση.


Στέφανος  Βογαζιανός -Ρόυ,   Ιστορικός –  Εθνολόγος
                                                                             
                                                           το άρθρο  που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό 

                                                           ΟΥΝΕΣΚΟ ΤΛΕΕ  Ιουνίου-Ιουλίου  2009

 



Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ, Η ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ TΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΙΓΟΝΟΥΣ ΤΟΥΣ.



Σύμφωνα  με  τη μυθολογική   παράδοση,  ο ήρωας  Ηρακλής, έχοντας  κυριέψει την πόλη της  Ήλιδος  εκδικούμενος με αυτόν τον τρόπο , σε μεταγενέστερη φάση, την αθέτηση από τον βασιλιά της Αυγεία, της υπόσχεσής  του περί απόδοσης στον Ηρακλή του ενός δεκάτου  από τα βοοειδή του,  διέθεσε τα λάφυρα  για να  ιδρύσει τις   Ολυμπιακές  Γιορτές και τους  Αγώνες που ορίστηκε  να γίνονται  κάθε τέσσερα χρόνια , προς τιμήν του πατέρα του  Δία. Λέγεται γι’αυτούς τους Αγώνες ότι  ήταν μόλις  οι  όγδοοι  που είχαν μέχρι  τότε διοργανωθεί στον κόσμο. 

Ο  Ηρακλής λέγεται ότι  οριοθέτησε  ένα τομέα  που θα αφιερωνόταν στον Δία με την ανέγερση εκεί του ναού του,  καθώς και το  χώρο του σταδίου,  περιέφραξε  το άλσος της  Ιερής Ελιάς, καθιέρωσε  ένας παραπλήσιο λοφίσκος  να αποκαλείται «ο λόφος του Κρόνου» και έστησε  έξη  βωμούς, ένα για κάθε  ζευγάρι των Ολύμπιων  θεών. Μεταξύ άλλων  προσέφερε θυσία στον  Δία τους μηρούς  ζώων σε φωτιά από ξύλα λεύκας  από το δάσος κοντά  στον ποταμό της Θεσπρωτίας Αχέροντα και καθιέρωσε μία θυσιαστήρια εστία και ένα τέμενος στον προπάππο του Πέλοπα. Επειδή  τον ενόχλησαν πολύ σμήνη από μύγες σ’αυτή την περίπτωση, προσέφερε  θυσία στον Απομύιο Δία που τις  έδιωξε πέρα από τον ποταμό Αλφειό. Έτσι καθιερώθηκε έκτοτε να προσφέρουν θυσία στον Δία οι Ηλείοι, κάθε φορά που θέλουν ν’απαλλαγούν από επιδρομή αυτών των εντόμων .(1)

Eν συνεχεία ο Ηρακλής  πήγε  στη χώρα των Υπερβορείων (στις εκβολές του Δούναβη) και έφερε από κει  μία από τις  ιερές ελιές  που εφύοντο  στο εκεί τέμενος του Απόλλωνα , την οποία φύτεψε στο ιερό άλσος  της  Άλτιδος   πίσω από τον  ναό  του Δία , θεσπίζοντας οι νικητές των Αγώνων να στέφονται από τον εκάστοτε  Αιτωλό  ελλανοδίκη  με κλωνάρια απ’
αυτό το δέντρο και  ότι αυτή θα ήταν η μόνη αμοιβή τους ,γιατί και ο ίδιος είχε επιτελέσει τους Άθλους τους  χωρίς καμία απολαβή. Τα κλωνάρια θα κόβονταν πάντοτε με χρυσό δρεπάνι από ένα αγόρι ευγενικής καταγωγής του οποίου οι γονείς θα έπρεπε να είναι εν ζωή.(2)

Τ’αθλήματα που καθιερώθηκαν σ’αυτούς τους πρώτους Αγώνες ήταν η πάλη , ο δρόμος, η
πυγμαχία, το άλμα και  η δισκοβολία (που αποτέλεσαν αργότερα την αρχαιότερη μορφή του
πεντάθλου) ενώ αργότερα προσετέθησαν οι αρματοδρομίες, οι λαμπαδηφορίες, ο ακοντισμός, οι ιπποδρομίες  και η τοξοβολία. Λέγεται ότι  σ’αυτούς τους πρώτους Αγώνες  κανείς δεν τόλμησε ν’αντιμετωπίσει τον Ηρακλή στην πάλη, μέχρι που ο ίδιος ο Δίας  μπήκε στην παλαίστρα μεταμφιεσμένος και τον αντιμετώπισε. Η έκβαση του αγώνα ήταν ισοπαλία, ο Δίας αποκάλυψε την ταυτότητά του στον αγαπημένο του γιο, το πλήθος τους αποθέωσε και η σελήνη (οι πρώτοι αυτοί Αγώνες  έγιναν κατά την  πρώτη πανσέληνο μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο ) έλαμψε  φωτεινή σαν τον ήλιο για να γιορτασθεί το γεγονός.(3).

Υπάρχει ωστόσο ένας  παλαιότερος  μύθος  σύμφωνα  με τον οποίο οι Ολυμπιακοί Αγώνες  ιδρύθηκαν  από  έναν  ήρωα με το ίδιο  όνομα , τον Κρητικής καταγωγής Ηρακλή  Δάκτυλο, έναν από τους  δέκα  Δάκτυλους, τα όντα δηλαδή που  φύτρωσαν από τη γη όταν η Ρέα έμπηξε τα  δάχτυλά της στο έδαφος για ν’αντέξει τους πόνους από τη γέννα του Δία στο Ιδαίο Άντρο της Κρήτης. Οι Δάκτυλοι  κατά μία θεωρία ταυτίζονται με τους Κουρήτες που προστάτευαν την κούνια του Δία στην Κρήτη για να μην τη βρεί ο πατέρας του Κρόνος και ο  Ηρακλής  Δάκτυλος, ένας από τους  πέντε  άρρενες  Δάκτυλους  που θεωρούνταν  άριστοι μεταλλουργοί και οι πρώτοι που ανακάλυψαν σίδηρο στο βουνό  Βερέκυνθος κοντά στο  Δικταίο Άντρο της Κρήτης, πιστώνεται με την μεταφορά της ιεράς ελιάς από τη χώρα των Υπερβορείων  στην Ολυμπία όπου πήγε με τ’άλλα αδέλφια του, αφού πρώτα ανήγειραν  ένα ναό στην Ήλιδα για να εξευμενίσουν τον  Κρόνο. Λέγεται ότι έβαλε τ’αδέλφια του ν’αγωνισθούν σε αγώνα δρόμου και ότι στεφάνωσε τον νικητή Παιώνιο με κλαδί αγριελιάς, καθιερώνοντας έτσι τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αν και υπάρχει και η μετέπειτα καθολικά αποδεκτή  παράδοση ότι το κλαδί αγριελιάς καθιερώθηκε  από την έβδομη Ολυμπιάδα , όταν το Δελφικό Μαντείο χρησμοδότησε  στον ελλανοδίκη Ίφιτο να το χρησιμοποιεί για την στέψη των νικητών, αντί για τον κλάδο μηλιάς που μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν(4) .

 H παράδοση λέει ότι ο Ηρακλής Δάκτυλος ήταν ο πρώτος που ίδρυσε  τους Αγώνες (ο Κρητικός  Κλύμενος ,γιος του Κάρδιδος , απογόνου των Δακτύλων, είχε εορτάσει το φεστιβάλ των Αγώνων  μόλις πενήντα χρόνια  μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, δηλαδή σε μια εποχή  σαφώς προγενέστερη του  γιου της Αλκμήνης  Ηρακλή (δισέγγονου του Περσέα)  και μετά απ’αυτόν το ίδιο είχαν κάνει ο Ενδυμίων , ο Πέλοπας, ο Αμυθαίων,  ο Πελίας και  ο Νηλέας),πως για μεγάλο διάστημα καταργήθηκαν  και ότι ο μεταγενέστερος συνονόματός του ,γιος της Αλκμήνης  και διάσημος ήρωας της αρχαιότητας τους επανίδρυσε οριστικά με τον προαναφερθέντα τρόπο. (5)

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες  διεξάγονταν στην αρχαιότητα κάθε σαρανταεννέα ή  πενήντα μήνες εναλλάξ, σύμφωνα με το ημερολόγιο και διαρκούσαν  πέντε ημέρες ,από την 11η  έως και την 15η  του μήνα που συνέπιπτε να τελούνται. Αγγελιαφόροι  ανακοίνωναν σε όλες τις Ελληνικές πόλεις την επικείμενη διεξαγωγή τους και την επιβολή εκεχειρίας  που ήταν δεσμευτική και διαρκούσε καθ’όλο τον μήνα των Ολυμπιακών Αγώνων και όχι μόνο όπως συνήθως πιστεύεται, κατά το διάρκεια των Αγώνων. Δικαίωμα συμμετοχής είχαν  όλοι οι Έλληνες πολίτες και μόνον αυτοί , με την προϋπόθεση ότι δεν ήταν ένοχοι παράβασης του θείου νόμου.Αρχικά οι Αγώνες  οργανώνονταν και διευθύνονταν από την πόλη της Πίσας, αλλά μετά την τελική Δωρική εισβολή ή την Κάθοδο των Ηρακλειδών, όπως  είθιστο να είναι γνωστή αυτή η ιστορική φάση ( 1130 με 1100 π.Χ. περίπου), οι Αιτωλοί σύμμαχοι της Πίσας  εγκατεστάθηκαν οριστικά στην Ήλιδα και ανατέθηκε σ’αυτούς η διαχείριση των Αγώνων.(6)

Αυτό που πρέπει να  απετέλεσε την πρωταρχική μορφή   των Αγώνων και  το ερέθισμα για την δημιουργία τους, ήταν ένας ετήσιος αγώνας δρόμου μεταξύ κοριτσιών κατά τον μήνα Παρθένιο,για την επιλογή εκείνης που θα γινόταν η ιέρεια της Ήρας ως θεάς της Σελήνης. Όταν αργότερα κυριάρχησε η αντίληψη του γάμου του Δία και της Ήρας- ένδειξη μίας νέας μορφής  βασιλικής  πατριαρχικής εξουσίας  που εισήγαγαν οι Αχαιοί στην Ελλάδα-ένας δεύτερος αγώνας δρόμου , μεταξύ αγοριών αυτή τη φορά, καθιερώθηκε για την ανάδειξη του συζύγου της ιέρειας,  και την τέλεση έτσι ενός συμβολικού γάμου του Ήλιου με την Σελήνη, του νεαρού ιερέα γινόμενου έτσι και επίσημα ιερού βασιλιά της όλης περιοχής που πιθανώτατα από εκεί ελκύει το όνομά της (Ήλις= πόλη του ιερού βασιλιά που συμβόλιζε τον Ήλιο,σύζυγο  της ιέρειας της Ήρας-Σελήνης.) (7)

Έκτοτε  και από τότε που καθιερώθηκαν κανονικά οι Αγώνες, θεσπίσθηκε να γίνονται  κάθε τέσσερα χρόνια, με τονχορό των κοριτσιών να γίνεται  δεκαπέντε μέρες   πριν ή μετά από τους   Αγώνες. Η διάρκεια των μεσολαβούντων τεσσάρων χρόνων είναι πιθανόν  το αποτέλεσμα  μίας προσπάθειας   επίτευξης ακριβέστερου συγχρονισμού  του ηλιακού και σεληνιακού χρόνου μέσω της επέκτασης  της αρχικά   δωδεκάμηνης  διάρκειας  της  θητείας  του  ιερέα του Δία –Ήλιου  και συγχρόνως   βασιλιά  της  Ήλιδος, σε  διάστημα  συνολικά εκατό μηνών και της μετατροπής της έτσι σε θητεία του λεγόμενου Μεγάλου ή Ιερού Έτους το οποίο άρχιζε  στα μέσα του χειμώνα, όταν ο ηλιακός και σεληνιακός χρόνος  συνέπιπταν ευνοώντας έτσι  τον συμβολικό –ιερό γάμο Ήλιου και Σελήνης , και βεβαίως περιελάμβανε οχτώ δωδεκάμηνους κύκλους, δηλαδή οχτώ έτη, διαιρούνταν δε σε δύο μέρη , κάτι που έδινε τη δυνατότητα στον εκάστοτε βασιλιά-ιερέα να  έχει την εξουσία του για το  ήμισυ αυτού του διαστήματος , τέσσερα έτη δηλαδή στη λήξη των οποίων  διεξάγονταν οι επόμενοι Ολυμπιακοί που προέβλεπαν την διεξαγωγή του αγώνα δρόμου που θα αναδείκνυε τον καινούργιο ιερέα –βασιλιά για τα υπόλοιπα τέσσερα έτη. Έτσι το ιερατείο της Ήλιδος  επιτύγχανε   τον  συγχρονισμό ηλιακού και σεληνιακού χρόνου καθώς και την κατά το μέγιστο δυνατό περιοδικότητά  του επί οχτώ χρόνια (100 μήνες : 12 που αντιστοιχούν σε κάθε έτος) και συγχρόνως συνεδύαζε την έναρξη του Ιερού Έτους με την έναρξη του σημαντικότερου εκ των δύο τοπικών εορτασμών της  έναρξης του Νέου Έτους  που τοποθετούνταν στην χρονικά πλησιέστερη προς το χειμερινό ηλιοστάσιο πανσέληνο .Καθώς μάλιστα υπήρχε και αγώνας παγκρατίου  ο οποίος συμβόλιζε την σύγκρουση  Δία και Κρόνου για την κυριαρχία του κόσμου και στον οποίο πάντοτε ο νικητής έπρεπε να θανατώνει τον αντίπαλό του (μάλιστα κατά μία εκδοχή οι Ολυμπιακοί Αγώνες άρχισαν μ’αυτην την μονομαχία και όχι αυτήν του Ηρακλή με τον Δία) είχε θεσπισθεί ο άλλος  από τους δύο τοπικούς εορτασμούς για την έλευση του Νέου Χρόνου να γίνεται κατά την πανσέληνο που ήταν κοντινότερη στο θερινό ηλιοστάσιο, οπότε και η παράδοση τοποθετούσε αυτή τη μονομαχία(8).  

Ωστόσο  λόγω του ότι η κατ’εξοχήν έναρξη  του τοπικού  Νέου Έτους  ήταν κοντά στο χειμερινό ηλιοστάσιο και επειδή η ανατολή μίας νέας χρονιάς από τότε συμβόλιζε την αισιόδοξη προοπτική της έλευσης και  επιβολής μιας νέας και υγιέστερης τάξης πραγμάτων στη θέση της  απερχόμενης παλιάς, κυριάρχησε η αντίληψη ότι οι Αγώνες έπρεπε να ιδρυθούν και ξεκινήσουν σε χειμερινή εποχή και μάλιστα με το αγώνισμα της πάλης στο οποίο ο νικητής θα συμβόλιζε την κυριαρχία του Δία και του Ολυμπιακού πανθέου πάνω στην μέχρι τότε κυριαρχία του κόσμου από τον Κρόνο και τους Τιτάνες (9).Ως εκ τούτου επιλέγεται από την παράδοση ο μέγιστος των ηρώων  Ηρακλής  ως  ιδρυτής των Αγώνων και αφιερωτής τους στον πατέρα του και νέου κυρίαρχου του κόσμου Δια σε εποχή που  «ο λόφος» (τον οποίον ο εκπρόσωπος της νέας  Ολύμπιας και  νικητήριας τάξης πραγμάτων Ηρακλής αφιέρωσε στον νικημένο Κρόνο) «ήταν υγρός  από το πολύ χιόνι».(10)

Κλείνοντας αυτό το αφιέρωμα, ας σημειωθεί ότι ο πρώτος ιστορικά καταγεγραμμένος Ολυμπιονίκης αναφέρεται ότι είναι ο Κόροιβος από την Ήλιδα  το 776π.Χ. , γι’αυτό και  αυτή  εκλαμβάνεται ως η ημερομηνία των   πρώτων  επίσημων , από πλευράς  αρχειακής καταγραφής, Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ είναι σίγουρο ότι είχαν προηγηθεί πολλές διοργανώσεις  αυτών των Αγώνων, όπως γίνεται κατανοητό και από την παραπάνω παρουσίαση , εφ’όσον ο ιδρυτής τους  Ηρακλής  έζησε  επί τουλάχιστον δύο γενεές πριν από τον Τρωικό Πόλεμο (1250-1230 π.Χ.) στον οποίο πολέμησε ο γιος του Νεοπτόλεμος.

Πριν κλείσω το παρόν  αφιέρωμα , θα ήθελα να κάνω ένα σύντομο κριτικό σχόλιο στην νοοτροπία προσέγγισης των Αγώνων αυτών από τους σύγχρονους  Έλληνες  αθλητές , με  κύριο σημείο αναφοράς τους  πρόσφατους Αγώνες του Πεκίνου. Με δεδομένο ότι η  παρακαταθήκη που κληροδότησαν  αυτοί οι Αγώνες στις επόμενες  γενιές και  κυρίως  τους φυσικούς  κληρονόμους  των αξιών τους , είναι το «ευ αγωνίζεσθαι», η ευγενής  δηλαδή, ανιδιοτελής  και έντιμη άμιλλα και αγωνιστική προσπάθεια και η μέσω αυτών κατίσχυση του αντιπάλου ή η υπέρβαση των προσωπικών επιδόσεων, κοινώς δηλαδή  η νίκη  και η κατάκτηση της κορυφής (σε κανένα αρχαίο κείμενο δεν επαινείται ιδιαίτερα  η απλή συμμετοχή στους Αγώνες, πολλώ δε μάλλον η απότιση μεγαλύτερης τιμής σ’αυτήν και  από την ίδια την νίκη, όπως αφελέστατα υποστηρίχθηκε από τους αναβιωτές τους στη μοντέρνα εποχή), είναι άκρως θλιβερό  το ότι  η εκεί  Ελληνική αθλητική  παρουσία  χρεώθηκε αφ’ενός  με το στίγμα   της  επανειλημμένης  χρήσης αναβολικών, αφ’ετέρου  μ’εκείνο της παταγώδους αγωνιστικής αποτυχίας. Και αν για τη χρήση αναβολικών  η υπαιτιότητα των  αθλητών τίθεται υπό αμφισβήτηση εν όψει της πιθανής εξαπάτησής τους από ιατρικούς και προπονητικούς παράγοντες, δεν μπορεί να τεθεί σε καμία αμφισβήτηση η υπαιτιότητά τους για  το μετριότατο έως ελεεινό αγωνιστικό πρόσωπο που η συντριπτική  πλειοψηφία των Ελλήνων αθλητών  επέδειξε, χρεώνοντας τη χώρα τους με μία από τις χειρότερες  εμφανίσεις  της στην Ιστορία των μοντέρνων  Ολυμπιακών Αγώνων, σε μία διοργάνωση όπου, κόντρα στις απαισιόδοξες και, όπως αποδείχθηκε, άκρως υπερβολικές εκτιμήσεις περί «ιδιαίτερα αρνητικών συνθηκών υγρασίας και ατμοσφαιρικής ρύπανσης», οι αθλητές των περισσοτέρων χωρών, σε αντίθεση με τους Έλληνες συναδέλφους τους,  υπερέβαλλαν εαυτούς , πετυχαίνοντας τις καλύτερες επιδόσεις τους , με αποτέλεσμα  την κατάρριψη πλήθους  παγκοσμίων και Ολυμπιακών επιδόσεων.

Οι  Έλληνες  πρέπει να καταλάβουμε ότι, με το μη αναστρέψιμο δεδομένο της  ανεπαρκούς βιομηχανικής και τεχνολογικής  μας υποδομής, σαν αποτέλεσμα της  εξαιρετικά καθυστερημένης , εξ αιτίας  προβληματικών κοινωνικών εξελίξεων , ένταξής μας στη Βιομηχανική, Πυρηνική και Πληροφορική  Επανάσταση, κάτι που επηρέασε και επηρεάζει άμεσα και την γενικότερη επιστημονική και εκπαιδευτική μας ανέλιξη, τα μόνα  «οχήματα» μεταφοράς και προώθησης της εθνικής μας  φυσιογνωμίας είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά και οι αθλητικές μας επιδόσεις, μια  και η μεν πρώτη συνιστά ένα  απόλυτα καταξιωμένο διεθνώς και αδήριτο δεδομένο το οποίο απαιτεί απλώς  ευφυή διαχείριση, οι δε δεύτερες δεν απαιτούν τόσο βραδυφλεγείς  διαδικασίες για την καλλιέργεια και συνεχή βελτίωσή τους , όσο τομείς όπως η εκπαίδευση  και η επιστημονική έρευνα που είναι άμεσες συναρτήσεις των τεχνολογικών, οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων και δυνατοτήτων μίας χώρας ,αλλά συχνά και των διεθνών εξελίξεων.

Για να  θεωρούνται λοιπόν σωστοί  συνεχιστές των Ολυμπιακών παραδόσεων οι Έλληνες αθλητές , ας φροντίσουν να το αποδεικνύουν μέσω των αγωνιστικών τους διακρίσεων με όχημα  πάντοτε το «ευ αγωνίζεσθαι». Διαφορετικά, οι ξένοι, ορμώμενοι από το ενδημικό και συχνά επιδημικό φαινόμενο της  έλλειψης ευαισθησίας των Έλλήνων αθλητών προς την σημασία , αγωνιστική και κοινωνική , της αθλητικής νίκης,  θα έχουν κάθε δικαίωμα να αμφισβητούν τη συνέπειά τους στα Ολυμπιακά ιδεώδη .


Του   Στέφανου  Βογαζιανού-Ρόυ
                                      
                                                   Ιστορικού-Εθνολόγου



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(1) Πίνδαρος , Ολυμπιακές Ωδές, χ. 43 και εξής,  Απολλόδωρος  ii.7.2,  Παυσανίας  v.13.1 και 14. 2-3.
(2) Πίνδαρος, Ολυμπιακές  Ωδές, iii. 12 και εξής,  Διόδωρος ο Σικελιώτης  iv.14,  Παυσανίας
 v.15.3.
(3) Διόδωρος ο Σικελιώτης, αυτόθι, Πίνδαρος, Ολυμπιακές Ωδές x.60 και εξής, Παυσανίας v.8.1.,Τζέτζης  , Περί  Λυκόφρωνος,41.
(4) Παυσανίας v.7.4,  Φλέγων ο εκ Τράλλεων.  Fragmenta  Historica  Graeca ,iii .604
(5) Παυσανίας  vi.23.1 και v.8.1.
(6)Σχολιαστής  στον Πίνδαρο, Ολυμπιακές Ωδές, iii.35 και v.6, Δημοσθένης, Εναντίον Αριστοκράτους , σς. 631-2,  Στράβων , viii.3.33.
(7) Παυσανίας v.16.2, Πίνδαρος , Πυθιακές  Ωδές,ix.
(8) R.Graves, The Greek Myths, τόμος 1, σελ. 187-8 και τόμος 2  σελ. 181-2.
(9) Σχολιαστής στον Πίνδαρο , Ολυμπιαική Ωδή  iii.33, μνημονεύοντας  τον Κόμαρχο.
(10) Πίνδαρος , Ολυμπιακή Ωδή, χ. 49.